η καπότα και η σακούλα

Χωριό Αλβάρες, Αμαζόνιος, Βραζιλία, Ιούνιος του '12.

Ο Αζματεουκάν έτρεχε μέσα στην ζούγκλα ξυπόλητος. Είχε αργήσει. Έπρεπε να φτάσει γρήγορα στο χωριό του. Ήταν μια σημαντική ημέρα για τον ίδιο και τους συγχωριανούς του.

Έφτασε λαχανιασμένος. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον περίμεναν στη μεγάλη κεντρική καλύβα όπου γινόντουσαν όλες οι τελετές και οι μαζώξεις. Έκατσε οκλαδόν ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της φυλής του.



"'Αργησα;" ρώτησε προσπαθώντας να γεμίσει τα πνευμόνια του λαίμαργα με τον υγρό τροπικό αέρα.
"Σσσσς!" τον μάλωσε η γυναίκα του δείχνοντας μια λευκή γυναίκα στο κέντρο του χώρου.

Η λευκή γυναίκα είχε στήσει ένα μικρό πάγκο και πάνω του είχε απλώσει δεκάδες μικρά, τετράγωνα φακελάκια. Πιο πίσω της είχε αναρτημένη στον ψάθινο τοίχο μια αφίσα με σχεδιαγράμματα ερεθισμένων φαλών και χέρια να τους ντύνουν με κάτι που έμοιαζε με σακουλάκι. Το κείμενο ήταν γραμμένο στα πορτογαλικά. Ο Αζματεουκάν δεν ήξερε πορτογαλικά.

Η λευκή γυναίκα, πάντα χαμογελαστή, άνοιξε ένα φακελάκι και τράβηξε από μέσα μια διάφανη, γλοιώδης, λαστιχένια ροδέλα. Τέντωσε το μεσαίο της δάκτυλο και με αργές, προσεκτικές κινήσεις ακούμπησε το πλαστικό πραματάκι στην άκρη του δακτύλου και το ξεδίπλωσε προς τα κάτω καλύπτοντας το έτσι ολόκληρο, ακριβώς όπως έδειχναν και οι εικόνες με τους φαλούς πίσω της.


Εκείνη τότε πέρασε μπροστά απ' τους ιθαγενείς ώστε να δουν όλοι το μεσαίο της δάκτυλο ντυμένο με αυτό το πράμα. Ένας άλλος Ινδιάνος εξήγησε στην γλώσσα τους πως με αυτόν τον τρόπο οι άντρες θα μπορούσαν να κάνουν έρωτα με τις γυναίκες τους χωρίς να κάνουν παιδιά.

Ο Αζματεουκάν δυσκολευόταν να καταλάβει γιατί κάποιος δεν θα 'θελε να κάνει παιδιά μα θα δοκίμαζε αυτή τη νέα γητεία. Έτσι κι αλλιώς είχε ήδη τρία αγόρια, δεν χρειάζονταν άλλα.

Γέμισε τις χούφτες του με τα φακελάκια της λευκής γυναίκας, άρπαξε την σύζυγό του, την πήγε στην καλύβα τους, φόρεσε το λαστιχένιο πραματάκι στο μεσαίο του δάκτυλο και της έκανε έρωτα.

Εννέα μήνες αργότερα ο Αζματεουκάν απέκτησε την πρώτη του κορούλα.



Διόδια Σχηματαρίου, Αττική, Ελλάδα, Καθαρά Δευτέρα του '12.

Ο κος Γεωργίου και η οικογένειά του περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους στα διόδια κλεισμένοι μέσα στο λαδί Ibiza να πληρώσουν το αντίτιμο. Προορισμός τους το χωριό όπου θα γιόρταζαν τα κούλουμα.

Το ράδιο έπαιζε Στανίση. Ο κος Γεωργίου προσπαθούσε εκνευρισμένος να πιάσει Σπορεφέμ να ακούσει για το στοίχημα ενώ η σύζυγός του είχε βουτήξει τη μούρη της στο τάπερ με τον ταραμά. Ο μικρός είχε βγάλει το κεφαλάκι του έξω απ' το παράθυρο προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα διότι η γιαγιά δίπλα του δεν είχε σταματήσει να κλάνει από την Βαρυμπόμπη.


Το λαδί Ibiza κύλησε ως τον κισέ. Εκεί τους συστήθηκε μια λευκή γυναίκα: "Καλημέρα σας, είμαστε απ' τον ΣΚΑΪ 100,3 και στα πλαίσια της καμπάνιας "Καθαρή Ελλάδα" θα θέλαμε να σας δώσουμε αυτή την πλαστική σακούλα σκουπιδιών!" Ο κος Γεωργίου πήρε την σακούλα, την περιεργάστηκε και ρώτησε αθώα τη λευκή γυναίκα:

-Τι πρέπει να κάνω με αυτή την σακούλα;

-Μόλις τελειώσετε με το πικ νικ σας μπορείτε να γεμίσετε αυτή την σακούλα με τα σκουπίδια σας διαχωρίζοντας πρώτα τις ανακυκλώσιμες συσκευασίες.

-Καλά, ευχαριστώ...

Ο κος Γεωργίου έχωσε την σακούλα στο ντουλαπάκι, πήρε την απόδειξη απ' την ταμεία των διοδίων, έβαλε πρώτη και συνέχισε το ταξίδι του.


Εννέα μήνες αργότερα ψαχούλευε μέσα στο ντουλαπάκι να βρει το δίπλωμά του.

Το βρήκε μετά από πέντε λεπτά, οκτώ αγίους και τέσσερις οσίους.

Το βρήκε κάτω απ' την πλαστική σακούλα σκουπιδιών.

η Πίπα


Μαζί με την αλληλογραφία των ΕΛΤΑ κάθε εβδομάδα έρχεται στα γραφεία μας κι αυτό το έντυπο χριστιανοελληνορθόδοξου περιεχομένου. Κάποτε μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι με κάτι τέτοια. Τώρα απλά με κάνουν να αισθάνομαι καλύτερος άνθρωπος για αυτά που είμαι και πολύ περισσότερο για αυτά που τελικά δεν είμαι.


Το έντυπο λέγεται Ίδρυμα Προασπίσεως Ηθικών και Πνευματικών Αξιών. (Ι.Π.Η.Π.Α.). Ακόμα δεν έχω καταλάβει εάν πρόκειται για ψαγμένο τρολάρισμα ή για  αυτό που υποδηλώνει το ακρωνύμιο.


στιγμές


Γκάζι, καλοκαίρι του '11. Πού πηγαίναμε; Από πού ερχόμασταν; Ποιοι ήμασταν; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο. Θυμάμαι ότι ήμουν χάλια. Θυμάμαι ότι πήρα απαντήσεις απ' αυτή την κολόνα. Τι έκανα με τις απαντήσεις... ούτε αυτό θυμάμαι.


Γκάζι, καλοκαίρι του '11. Ροκάδικο. Γιατί όλα τα ωραία τα βρίσκει κανείς στις γυναικείες τουαλέτες;


Φθινόπωρο του '11. Καφετέρια στο Χαϊδάρι. Στο μπράτσο της πολυθρόνας μου έκατσε μια δεκαοκτούρα. Δε μπορούσα να παρακολουθήσω πλέον τον συνομιλητή μου. Επίσης του ζήτησα να σκάσει μην την τρομάξει. Επίσης μάλλον παρεξηγήθηκε.


Φθινόπωρο του '11. Kookoo club. Γνωρίζοντας έναν αληθινό Σταρ. Είμαστε καλά ρέι! Τσικάκια ρέι!


Φλεβάρης του '12. Πάρτι σε λοφτ απέναντι απ' την Βαρβάκειο. Μέχρι τις 4 τα ξημερώματα όλοι πίστευαν πως ήμουν της ασφάλειας. Member of the Staff. Αgent Smith ρε μαλάκες. Αgent Smith. Είναι τόσο όμπβιους.



γαμοχαρτάκια

Ε, τι να κάνω, βαριέμαι εύκολα. Όταν απ' το μυαλό μου περνούν επαναλαμβανόμενες, στατικές εικόνες πανικοβάλλομαι. Για να ξυπνήσω και να εκτονωθώ σχεδιάζω. Συνήθως ένα στυλό και μια άδεια επιφάνεια είναι πάντα εύκαιρα. Κι έτσι στα πεταχτά, γρήγορα και πρόχειρα ξεκινάω πρώτα με μια ασυνάρτητη μουντζούρα.

Την κοιτώ λιγάκι και προσπαθώ να καταλάβω γιατί την έκανα. Τι μου θυμίζει. Είναι κάτι που έχω ξαναδεί; Ό,τι κάνουμε, ό,τι δημιουργικό δεν έρχεται ποτέ ουρανοκατέβατο. Υπήρχε πάντα σε ένα χαρτί, τραγούδι, ύφασμα, κατσαρόλα ή ακόμα στο κορμί σας -για 'κείνους που επιμένουν ότι και το σεξ εμπεριέχει δημιουργικότητα. Κι απλά εσύ το ξεσκεπάζεις.


Λοιπόν, έκανα το παραπάνω λουλουδάκι το οποίο μου θύμισε ένα γκράφιτι που είχα δει σε τοίχο στη συμβολή των Ασκληπιού και Μερλιέ Οκταβίου. Είχα βγει έξω απ' το μπαρ να τηλεφωνήσω και το πρόσεξα. Μου έκανε εντύπωση ο μακρόστενος λαιμός της και οι τσιγκελωτές κοτσίδες της. Το ύφος έμοιαζε κάπως με τους χαρακτήρες του Xmass Nightmare του Tim Burton:


Μετά την σχεδίασα προφίλ να δω πως θα φαινόντουσαν οι κοτσίδες της απ' το πλάι (ναι, ένα φετίχ με τις κοτσίδες υπάρχει):


Χμμμ... οκ αυτό είναι εύκολο. Θυμίζει την πρωταγωνίστρια μιας ταινίας βασισμένη σε καρτούν, βασισμένο σε κόμικ που είχα δει πριν χρόνια. Θυμήθηκα πως σε μια σκηνή μια μύγα ζουζούνιζε στο πρόσωπό της ενώ εκείνη κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά. Η μύγα έκατσε στην κόρη του ματιού της (ναι, μπλιαχ, ξεπέρασέ το) κι εκείνη έκλεισε τα βλέφαρά της φυλακίζοντάς την με τις βλεφαρίδες της όπως κάνουν κι αυτά τα σαρκοφάγα φυτά:


Τα οποία πάντα θεωρούσα κάτι το απόκοσμο, παράταιρα με αυτόν τον πλανήτη και ίσως εξωγήινα. Εξωγήινα είπα; Ευκολάκι! :


Σχεδίασα έναν εξωγήινο. Με κόκκινο βελάκι δείχνω διακριτικά τι με σόκαρε. Όχι πως δεν θα το προσέχατε μόνοι σας, στιγμή δεν πέρασε απ' το αγνό κι άφθαρτο μυαλό μου, ανώμαλοι. Το χέρι του είναι, αγάπη μου. Κοίτα να βγαίνεις συχνότερα, μην κάθεσαι μέσα.


Για να διορθώσω αυτό το ηθικό ατόπημα τον σχεδίασα ανφάς (επίσης να γράψω κανά λογοπαιγνιδιάρικο τουί με το αν - φας, που ξες) :

Καλύτερα τώρα ε; Το γλίτωσα το ραπόρτο κα Λουκά; Ναι, πάλι θυμίζει χαρακτήρα ταινίας του Tim Burton και πιο συγκεκριμένα απ' τον "Σκαθαροζούμη":



Ε, μ' αυτά και μ' αυτά η ώρα περνάει. Τεντώνομαι λιγάκι, πίνω μια γουλιά καφέ, κάνω έτσι να στρίψω ένα τσιγάρο... τσιγάρο... τσιγάρο... που είναι τα χαρτάκια; Ο καπνός εδώ, τα φιλτράκια εδώ... τα γαμοχαρτάκια που είναι;


Α, να τα...
επίσης πρέπει να βγω για χαρτάκια...

female orgasm


Μαρινόπουλους 100% ελληνική εταιρεία

Στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας κι Αλεξάνδρας υπάρχει το σούπερ μάρκετ Carrefour Αμπελόκηπων. Κάποτε δούλευα εκεί.

Μέσα στο κατάστημα υπήρχε και χρυσοχοείο. Εκεί εργάζονταν μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών. Την συμπαθούσα διότι είχε πού καλή αίσθηση του χιούμορ κι αν της έλεγες πως η καλή αίσθηση του χιούμορ είναι ένα κλισέ θα σου απαντούσε πως και η λέξη "κλισέ" από μόνη της είναι κλισέ. Σύνολα - ασύνολα, εμπεριέχομαι - δεν εμπεριέχομαι.

Τέλος πάντων τούτη η κοπέλα ήταν πολύ καλή στη δουλειά της, τυπική, ευγενέστατη και προσεκτική. Ένα πρωινό λίγο πριν το άνοιγμα εκείνη τακτοποιούσε τα κοσμήματα στη βιτρίνα όταν την πλησίασε ο γαλλικής κατασκευής και προέλευσης διευθυντής του καταστήματος εν ονόματι Λερί Λερντ ή κάτι τέτοιο και της είπε αυτό:

"Άκουσε, κογίτσι μου, θα σε πγοτιμούσα πχιο χαμογελαστή."

Το επόμενο πρωί η πωλήτρια είχε φέρει απ' το σπίτι της αυτή την φωτογραφία σε κορνίζα και την ακούμπησε στον πάγκο του κοσμηματοπωλείου:


Το μεθεπόμενο πρωί την είχαν απολύσει.

winter window


"Φυσούσε αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο κι όλο κοιτούσε έξω τα φθινοπωρινά κλαδιά των δέντρων. Στο δωμάτιο είχε ησυχία, μόνο το κροτάλισμα του φλυτζανιού ακουγόταν που και που καθώς το άφηνε στο πιατάκι...."

"...Έσφιξε πάνω της τη ζακέτα ελαφρά. Βράδιαζε και είχε ψύχρα."

what women want


Χρυσός οδηγός


Ίσως Κάποτε

Ο Ίσως στέκονταν στον βράχο. Κοίταξε την κοιλάδα που κάποτε ήταν το σπίτι του. Σπίτι της οικογένειάς του, της φυλής του. Ένιωσε τον ζεστό γρανίτη κάτω απ' τα πέλματά του. Ένιωσε τον άνεμο να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Να τραμπαλίζει ολόχρυσα λόιδα έτσι όπως χόρευαν τα κλαδιά του αγαπημένου του δέντρου κάτω στην κοιλάδα όταν ήταν μικρό παιδί. Κάποτε.

Έφερνε στο νου του την χαμένη του πατρίδα, εκεί όπου έμαθε να αγαπά, να προσφέρει, να νοιάζεται, να δίνεται. Και τώρα πάνω στον βράχο. Που του έμαθε να υποτάσσεται, να υπομένει, να μισεί, να καταπίνει.

Δειλινό. Το κοκκινωπό φως ενός βυθιζόμενου ηλίου καίει τα μελιά του μάτια. Καταπίνει λαίμαργα ψήγματα ευτυχίας που κάποτε ήταν ολάκερα δική του.

Η Κάποτε σκαρφάλωσε τον βράχο και στάθηκε δίπλα του. Δεν του μίλησε. Είχε περάσει αρκετός καιρός απ' την τελευταία φορά που αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Ίσως δεν της έδωσε σημασία. ίσως δεν την αντιλήφθηκε. Εκείνη δεν τον ενόχλησε, είχε σταματήσει να τον ενοχλεί. Δε μπορούσε να τον μεταπείσει. Ήταν πια αποφασισμένος.

-Καν' το -του είπε.
-Μμμμ;...
-Τι περιμένεις; Καν' το. Κατέβα τον βράχο και τρέχα.
-Μμμμ... Ίσως δε με ξαναδείς.
-Κάποτε θα σε ξαναδώ.
-Εσύ τι θα κάνεις;
-Αυτό που ξέρω καλύτερα να κάνω.
-Τι; Πες.
-Θα σε ακολουθήσω.



Ο Ίσως κατέβηκε τον βράχο. Έτρεξε.

"Τρέχα καρδιά μου στα εκεί που αγαπάς κι όχι μακριά τους. Τρέχα όπως δεν έτρεξες ποτέ σου. Τρέχα κι εσύ μυαλό μου πιο μπροστά απ' το εγώ μου. Προπομπός της ματωμένης μοίρας που τους φέρνει δώρο το μαχαίρι μου."

"Σε αυτούς που 'κλεψαν την χώρα μου και μαγαρίζουν τα χώματα της με την βδελυρή παρουσία τους. Αυτούς που με άδειασαν από δάκρυα, σκέψεις, έρωτα και λέξεις. Τι έχει, μυαλό μου, κανείς να χάσει εάν δεν έχει τίποτα να χάσει;"

Κι ο νους του έτρεξε μπροστά, βαθιά μέσα στην κοιλάδα και είδε τον κατακτητή κάτω απ' το αγαπημένο του δέντρο να απολαμβάνει της τελευταίες απογευματινές ηλιαχτίδες. Τις ηλιαχτίδες του Ίσως.

Έτρεξε. Τα χρυσά του μαλλιά τινάζονταν σε κάθε δρασκέλισμα. Μύξα, δάκρυα και ιδρώτας γέμισαν το πρόσωπό του. Έτρεξε. Μπροστά του ένας μενεξεδής ουρανός και η σκούρα σιλουέτα μιας οροσειράς. Και μια μαύρη κουκκίδα που λεπτό με το λεπτό εκείνη μεγάλωνε κι αποκτούσε μορφή όπως το έμβρυο στη μήτρα μιας γυναίκας. Στην αρχή μια κουκκίδα, μετά ένας κορμός και δύο κλαδιά. Και τρία. Και τέσσερα. Γεννήθηκε εμπρός στα μάτια του το αγαπημένο του δέντρο. Πλησίαζε.



Κάτω απ' το δέντρο γκριζωπά κορμιά ξεκουράζονταν. Βολεμένοι από ώρα περίμενα την ραστώνη της θερινής νύκτας να τους ντύσει όνειρα. Δύο σκοποί παράμερα πάσχιζαν να κρατήσουν τα βλέφαρά τους ανοικτά. Ο ένας πρόλαβε να ακούσει τον αέρα που έσχισε για μια στιγμή το μαχαίρι λίγο πριν βυθιστεί στην ωμοπλάτη του. Ο άλλος πρόλαβε να κραυγάσει πριν το ίδιο το μαχαίρι του κόψει την καρωτίδα.

Ζεστό αίμα έβρεξε τον αρμό του Ίσως. Οι υπόλοιποι ξύπνησαν. Δύο βρήκαν θάνατο πριν καν σηκωθούν όρθιοι. Κάποιος όρμηξε στις πλάτες του. Ένας άλλος στον κορμό του. Τον έριξαν στην γη. Τα σώματά τους σήκωσαν σκόνη.

Ο Ίσως έμπηξε το μαχαίρι του στον θώρακα του ενός. Απ' την πληγή σφύριξε αέρας. Τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι του. Βούτηξε τη μούρη του στην βάση του λαιμού του. Του 'σκισε τους τένοντες και του 'σπασε την κλείδα. Μέχρι να ξεψυχήσει ο σύντροφός του είχε καταφέρει επτά κτυπήματα στις πλάτες του Ίσως. Εκείνος τον τίναξε από πάνω του. Σηκώθηκε όρθιος και το κόκκινο υγρό έτρεξε προς τη μέση του και τους γλουτούς του. Και πιο χαμηλά τους μηρούς του. Τον έντυσε όπως μια κόκκινη χλαμύδα ντύνει βασιλιάδες. Όπως τελικά αρμόζει σε έναν πορφυρογέννητο.


Ο γκριζωπός εχθρός σηκώθηκε κι εκείνος. Έφτυσε βρισιές και κατάρες. Πέταξε το μαχαίρι κι έτρεξε μακριά. Χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας.

Ο Ίσως χαμογέλασε. 'Ενιωθε όμορφα ύστερα από πολύ καιρό. Κάθισε κάτω απ' το δέντρο του. Ακούμπησε την πληγωμένη πλάτη του στον κορμό του δέντρου και την έτριψε στην άγρια φλούδα του να νιώσει τον πόνο καλύτερα. Ήταν ευτυχισμένος. Αποκοιμήθηκε.

Την αυγή άνοιξε με κόπο τα μάτια του. Δεν ένιωθε το σώμα του. Ανέπνεε; Ίσως ναι, ίσως όχι. Κρύωνε. Πέθαινε.

Μπροστά του στέκονταν η Κάποτε και πιο πίσω της τα παιδιά τους. Και οι γονείς του. Και οι φίλοι του. Και γνωστοί. Και άγνωστοι. Όλη η φυλή του Ίσως. Εκείνος την κοίταξε γλυκά και της μίλησε:

-Είδες; Το 'κανα!
-Ναι.
-Κοίτα! Το δέντρο ε; Είδες ε; Το δέντρο! Κοίτα, να! Η πατρίδα μας ε; Ξανά δική μας!
-Ναι, ξανά δική μας. Γιατί δεν προσπαθείς τώρα να κοιμηθείς λιγάκι; Να ξεκουραστείς;
-Το δέντρο μας ε; Ξανά δικό μας ε;
-Κλείσε τα μάτια σου και κοιμίσου.
-Ναι...
-Έλα...
-Να τα κλείσω...
-Κλεισ' τα...
...
-Θα σε ξαναδώ κάποτε;
-Ίσως...

Τα υπόλοιπα λιοντάρια πλησίασαν. Πρώτα οι λέαινες και πίσω τα κουτάβια.

Σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω απ' τον νεκρό λέοντα.

Τον αρχηγό της αγέλης τους.

Ολόγυρά του οι νεκρές ύαινες.


a bag of treats


Τυνησία, 2010. Κάπου μέσα στην έρημο ένα χωριό. Και μερικά παιδιά. Και μια σακούλα με καραμέλες. Και μια φωτογραφία.

το μεσαίο δακτυλάκι

Τον φίλησε βαστώντας τον απ' τον σβέρκο. Τον άρπαξε απ' τους γλουτούς να τον νιώσει καλύτερα, γρηγορότερα, βαθύτερα. Του ψιθύριζε στ' αυτί βρομόλογα. Επαναλάμβανε αυτά που έκανε κι αυτά που ήθελε να κάνει: "Στήσε με στα τέσσερα και σκίσε με!"

Πηδιόντουσαν όλη νύχτα. Εκείνος εκσπερμάτωσε τρεις φορές. Ο άλλος πέντε. Σηκώθηκε, φόρεσε την στολή του και του μίλησε: "Αύριο έχω υπηρεσία. Θα σε δω το Σάββατο, σκίστη μου;"



Άκουγα τον φίλο μου με ανοιχτό το στόμα. Δυσκολευόμουν πολύ να πιστέψω ότι είχε γκόμενο ΜΑΤατζή. Άκουγα το παράπονό του με μεγαλύτερη δυσπιστία. Ο ΜΑΤατζής ήταν αποκλειστικά παθητικός.

Παραγγείλαμε άλλη μια μπύρα. Γύρισα και κοίταξα τους θαμώνες του μπαρ. Πιτσιρίκια, μεσόκοποι, άντρες, γυναίκες, καλοβολεμένοι, ρεμάλια. Προσπάθησα να θυμίσω στον εαυτό μου ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι υπόθεση άσπρο - μαύρο και δεν χωρά σε στερεότυπα. Μα Ματατζής;!

Ο φίλος μου σαν να μάντεψε τις σκέψεις μου και συνέχισε:

-Και δεν είναι ο πρώτος. Τρεις έχω πηδήξει. Οι άνθρωποι έχουν πολλά απωθημένα. Πηδιούνται καλύτερα και από γυναίκες. Και το περίεργο είναι πως προσεγγίζουν εμένα για τον σκοπό αυτό. Με βλέπεις έτσι; Κρα κάνω. Παθητική ψυχολογία.

Πληρώσαμε, φύγαμε.

Φανάρι Χαριλάου Τρικούπη και Σόλωνος. Μια ομάδα ΜΑΤ στην γωνία. Τρεις, τέσσερις νεαροί με τις στολές τους, τις ασπίδες τους και τα κράνη υπό μάλλης. Προσπαθούσα ακόμα να το χωνέψω. Θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου gay φίλου μου. Εκείνος πηδούσε φανατικό, οργανωμένο οπαδό μιας ΠΑΕ. Ο τύπος ήταν κλασσικός φανατίλας με διαρκείας, κάθε 'βδομάδα στα γήπεδα, τατουάζ στο μπράτσο με το έμβλημα της ομάδας του κι εκδρομές στα εκτός έδρας. Ε, μια φορα την εβδομάδα ο φίλος μου τον έσκιζε.

Σεξουαλικότητα λοιπόν. Οι εννιά στους δέκα αμέσως θα πείτε υπάρχουν οι straight και οι gay. Επίσης οι ίδιοι εννιά στους δέκα είχατε κάποιου είδους επαφή με το ίδιο φύλλο ή καταπνίξατε μια τέτοια επιθυμία.



Η σεξουαλικότητα δεν χωρά σε δύο, τρία ή τέσσερα κουτάκια. Εάν ζουν σε αυτόν τον πλανήτη έξι δισεκατομμύρια νοματαίοι τότε υπάρχουν έξι δισεκατομμύρια κουτάκια. Μα ακόμα κι αυτό δεν είναι απόλυτο όπως απόλυτη κι εφ' όρου ζωής δεν είναι η σεξουαλικότητα κάθε ατόμου. Αλλάζει με τα χρόνια, τους μήνες ή τις μέρες. Μπορεί σήμερα να γουστάρεις στρεϊτίλα κι αύριο κάτι πιο μετροσέξουαλ.

Δεν είμαι ειδικός να παπαρολογώ για τα αίτια μα είναι οφλαμοφανές πως η σεξουαλικότητα έχει στενή σχέση με την ψυχολογία, τα συναισθήματα, τις εξωγενείς επιρροές και την ανατομία του καθενός. Κι αν η ανατομία είναι κάτι de facto (εγώ έχω πουλάκι κι εσύ λουλουδάκι) η ψυχή, το μυαλό και η καρδιά είναι έννοιες ακατάληπτες, άπειρες κι άναρχες.

Εξ ορισμού λοιπόν η σεξουαλικότητα είναι το ίδιο ασύλληπτη έννοια όσο και τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μέσα σε αυτό το χάος συνιστωσών πως μπορείς να είσαι απόλυτος για την δική σου σεξουαλικότητα;




Ακολουθεί συνομιλία με χρισαβγίτι συνάδελφο:

-Φισικά και γουστάρο μόνο γινέκες! Για κανα μπούστη με πέρασες;

-Όχι βέβαια, αλλά να, ήθελα να σε ρωτήσω, έτσι όπως την έχεις από κάτω και την πηδάς εκείνη από πού σε βαστάει;

-Ξέρο 'γο; Απ' τι μέσι.

-Ε, λογικό. Θα την άφηνες να σε κρατήσει απ' τα κωλομάγουλα;

-Ε... νε, γιατί όχι;

-Έλα ντε, γιατί όχι; Να ρωτήσω, κι αν εκείνη την στιγμή πάνω στο πάθος πλησίαζε το δακτυλάκι της στην τρυπούλα σου;

-Διλαδί πόσο να πλισίαζε;

-Ε, ας πούμε τρία, τέσσερα εκατοστά πριν την τρύπα.

-Ε, εντάξι δεν τρέχι κε τίποτα...

-Στα δύο εκατοστά;

-Στα διο; εμμμ... οκ...

-Στο ένα εκατοστό;

(σκέφτεται)

-Χμμμ... οκ αλλά...

-Αν ακουμπούσε με το δακτυλάκι της την τρυπούλα σου;

(ξανασκέφτεται)

-Ποιό δακτιλάκι;...


hdr try out

Σταθμός ηλεκτρικού, Θησείο

Λαϊκή αγορά, Δάσος Χαϊδαρίου

Λαϊκή αγορά, Δάσος Χαϊδαρίου

Golden Hall Μαρούσι

πάρκο Τρίτση, Αγιοι Ανάργυροι. Κοπάνα απ' το σχολείο


 οδός Ηφαίστου, πρωινό Κυριακής

macro, αχινός, Αλμυρή Κορινθίας

ε, δεν γινεσαι!

Cheemba, φίλος και γκομενάκι χαλαρουίτα στο σπίτι. Εγώ κι εκείνος στον καναπέ με κουβεντούλα κι εκείνη χαζεύει youtube στο laptop. Κάτσε να θυμηθώ πώς ξεκίνησε η ιστορία... Α, ναι:

-Ρε φίλε, διαβάζεις καθόλου εσχατόμυγα;

-Τι ειν' αυτό;

-Καλά ρε, γιατί τα γράφω;

-Τι, αυτό με τα σκιτσάκια;

-(Καταπίνω μικρές γουλίτσες θυμού) Ναι... αυτό με τα σκιτσάκια... και τις ιστορίες... και τα διπλής... και τα twists... και τα comics...

-A, ναι το τσεκάρω που και που. Άκου μια ιστορία που μου 'ρθε να γράψεις...

Ε, και ξεκινά μια συζήτηση επιπέδου που αφορούσε αρχικά την Φάρμα των Ζώων του Τζορτζ Όργουελ, την παγκόσμια διακυβέρνηση και τα αυταρχικά καθεστώτα και κατέληξε -δεν θυμάμαι πως- στην αποίκηση του Άρη και τον υπερπληθυσμό του πλανήτη μας.


Ψάρωσες; Το γκομενάκι πάντως δεν είχε ψαρώσει καθόλου. Βασικά μας είχε γραμμένους εκεί όπου ο ήλιος δε φέγγει ποτέ. (στα αγγλικά ακούγεται καλύτερα). Απορροφημένη στο laptop ανάμεσα στα πόδια της (where sun never shines) που και που διέκοπτε τις βαρύγδουπες τίγκα στον στόμφο φράσεις μας τύπου άκου-πώς-τα-λέω-ρε με χαχανίσματα:

-Η γεωμετρική αύξηση του πληθυσμού της γης κάποια στιγμή θα σταθεροποιηθεί διότι...

-(χουχουχου!)

-Η ευημερία των λαών εξαρτάται από το επίπεδο της παιδείας και την προσβασιμότητα σε βασικές ανάγκες όπως...

-(χιχιχι!)

-Η NASA δεν έχει χρήματα να αλλάξει ένα μπουλόνι, πώς είναι δυνατόν να οραματίζεσαι την αποίκηση του Άρη απ' την στιγμή που...

-(χεχεχε!)

Ε, κάποια στιγμή δεν άντεξα και την ρώτησα:

-Κατερίνα θα μας πεις κι εμάς τι βρίσκεις τόσο αστείο;

-Να μωρέ, εδώ στο youtube βλέπω τον Mr Bean στην πισίνα. Έχει ανέβει στον βατήρα και φοβάται να πηδήξει ο μαλάκας! Χουχουχου!



Ε, αυτό. Μην περιμένεις καμιά ανατροπή της ιστορίας ούτε κάτι λιγότερο ή περισσότερο αστείο. Το μοναδικό συμπέρασμα είναι ότι όταν είσαι χαλαρός τα πάντα φαίνονται πιο απλά κι εύπεπτα. Αυτό σκέφτηκα.

Επίσης σκέφτηκα πως με 1,30ευρώ μπορώ να αγοράσω μόνο μια Φιξ απ' το περίπτερο.

Ε, με ένα φιξάκι γίνεσαι;


 


μας ενδιαφέρει

-Καλημέρα σας.

-Καλημέρα σας.

-Ήρθα για το σπίτι.

-Α, πολύ ωραία! Περάστε!

Μια μαντεμένια πόρτα ανοίγει κι εκείνος μπαίνει μέσα.

-Αυτό είναι το χολ. Τίποτα σπουδαίο, ξέρετε όπως είναι όλα τα χόλια άλλωστε. Μπορώ να πω "χόλια" ε; Χαχαχαχα! Είναι αυτό που περιμένει να δει οποιοσδήποτε επισκέπτεται για πρώτη φορά ένα σπίτι. Κανά δυο καδράκια, μερικά μπιμπελό στο σύνθετο κι ένας μεγάλος καθρέπτης. Εάν θέλει κάποιος να νιώσει οικεία δεν έχει παρά να δει το είδωλό του σε έναν καθρέπτη ε; Χαχαχαχα! Ελάτε! Ελάτε στο σαλόνι!

Την ακολούθησε στο σαλόνι. Στους φθαρμένους μπεζ καναπέδες κάθονταν τέσσερις, πέντε κυρίες. Όλες σκυθρωπές με βλέμμα ειρωνικό, υπεροπτικό και διερευνητικό.



-Λοιπόν να σας συστήσω στις ανασφάλειές μου. Από 'δω η θεία Ηλικία. Από 'δω η θεία Σιλουέτα. Η θεία Ατολμία. Η θεία Προσήλωση.

Του μιλά συνωμοτικά στο αυτί:

-Έχουν θρονιαστεί στους καναπέδες μου αρκετό καιρό τώρα και δε λεν να ξεκουμπιστούν. Να δούμε την κουζίνα;

Κι άλλη πόρτα άνοιξε και μπήκαν στην κουζίνα. Μια συνηθισμένη γυναικεία κουζίνα: Τραπέζι, ψυγείο, βαζάκια με μπαχαρικά, γλαστράκια με μυρωδικά, μια γαλάζια καφετιέρα κι ένας θεόρατος, τρομακτικός ταύρος.


-Α, μη σας τρομάζει! Είναι το Εγώ μου, Μπορεί να φαίνεται λιγάκι απρόσιτο και μοχθηρό μα κατά βάθος είναι ψυχούλα μωρεεεε! Το φροντίζω από τόσο δα μοσχαράκι μα μεγάλωσε και δεν χωρά ούτε απ' την πόρτα. Ε, εγκλωβίστηκε 'δω μέσα. Πάμε στην κρεβατοκάμαρα;

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας έμοιαζε με αυτή ενός χρηματοκιβωτίου. Ατσαλένια θωράκιση, τεράστιες μπάρες, άφαντοι μεντεσέδες, κλειδαριές με πάνελ αφής, μαγνητικές επαφές... απαραβίαστη. Έκρυψε το μικρό πληκτρολόγιο με την παλάμη της και πέρασε έναν κωδικό όπως κάνουν οι γιαγιάδες στα ΑΤΜ. Οι κλειδωνιές ξεκλείδωσαν και η τεράστια χαλύβδινη πόρτα άνοιξε αργά προς τα μέσα.

-Περάστε! Λοιπόν, αυτή είναι η κρεβατοκάμαρα και οι γατούλες είναι οι ενοχές μου. Η Αχαριστία, η Λαιμαργία, η Υποκρισία, η Απιστία, η Ειρωνεία και η Λήθη. Μα δεν είναι γλυκύτατες; Μα κοιτάξτε πώς τρίβονται στα πόδια μου! Χαχαχαχα! Είμαι σίγουρη πως θα τις λατρέψετε ε; Να σας δείξω και το υπόγειο;



Κατέβηκαν μια στενή, ξύλινη σκάλα. Σκοτάδι. Γύρισε έναν διακόπτη και το αρρωστημένο φως μια μικρής λάμπας έλουσε τον χώρο. Πίσω από σκονισμένες χαρτόκουτες ξεπρόβαλαν δειλά, δειλά μικρά κακομούτσουνα τερατάκια.

-Α, ναι... τα τερατάκια. Τα 'χα εδώ φυλαγμένα μήπως και τα ξεχνούσα μα εις μάτην. Πάντα βρίσκουν τρόπο να μου θυμίζουν πως υπάρχουν. Ειδικά τις νύχτες που πέφτω και κοιμάμαι αυτά ξυπνούν και σκαλίζουν τους τοίχους του σπιτιού, κρίτσι, κρίτσι, κρίτσι. Μάτι δε μ' αφήνουν να κλείσω. Είναι οι φόβοι μου. Ο χρόνος, ο πόνος, η μοναξιά, η απώλεια, η προδοσία, το αδιέξοδο, η συνήθεια. Απέμεινε η σοφίτα. Να την δούμε κι αυτή;



Στέκονταν και οι δυο τους κάτω από ένα μικρό πορτάκι στο ταβάνι. Σκάλα δεν υπήρχε. Την ρώτησε:

-Αυτή είναι η σοφίτα;

-Μάλιστα! Σας αρέσει;

-Μα... μα δεν υπάρχει σκάλα.

-Ναι δεν υπάρχει.

-Και... και πώς θα την δω;

-Δυστυχώς στην σοφίτα θα μπορέσετε να μπείτε μόνο αφού αποφασίσετε να πάρετε το σπίτι.

-Μάλιστα... Και τι κρύβεις μέσα στη σοφίτα;

-Τα θέλω μου.

-Μάλιστα...

-Λοιπόν;

-Τι λοιπόν;

-Το σπίτι.

-Τι;

-Σας ενδιαφέρει;


λευκό μπαλσάμικο Τοσκάνης


Η ψηλούλα θα απασχολήσει ξανά την εσχατόμυγα στο μέλλον. Για όσους έχασαν επεισόδια ανατρέξατε εδώ.