η καπότα και η σακούλα

Χωριό Αλβάρες, Αμαζόνιος, Βραζιλία, Ιούνιος του '12.

Ο Αζματεουκάν έτρεχε μέσα στην ζούγκλα ξυπόλητος. Είχε αργήσει. Έπρεπε να φτάσει γρήγορα στο χωριό του. Ήταν μια σημαντική ημέρα για τον ίδιο και τους συγχωριανούς του.

Έφτασε λαχανιασμένος. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον περίμεναν στη μεγάλη κεντρική καλύβα όπου γινόντουσαν όλες οι τελετές και οι μαζώξεις. Έκατσε οκλαδόν ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της φυλής του.



"'Αργησα;" ρώτησε προσπαθώντας να γεμίσει τα πνευμόνια του λαίμαργα με τον υγρό τροπικό αέρα.
"Σσσσς!" τον μάλωσε η γυναίκα του δείχνοντας μια λευκή γυναίκα στο κέντρο του χώρου.

Η λευκή γυναίκα είχε στήσει ένα μικρό πάγκο και πάνω του είχε απλώσει δεκάδες μικρά, τετράγωνα φακελάκια. Πιο πίσω της είχε αναρτημένη στον ψάθινο τοίχο μια αφίσα με σχεδιαγράμματα ερεθισμένων φαλών και χέρια να τους ντύνουν με κάτι που έμοιαζε με σακουλάκι. Το κείμενο ήταν γραμμένο στα πορτογαλικά. Ο Αζματεουκάν δεν ήξερε πορτογαλικά.

Η λευκή γυναίκα, πάντα χαμογελαστή, άνοιξε ένα φακελάκι και τράβηξε από μέσα μια διάφανη, γλοιώδης, λαστιχένια ροδέλα. Τέντωσε το μεσαίο της δάκτυλο και με αργές, προσεκτικές κινήσεις ακούμπησε το πλαστικό πραματάκι στην άκρη του δακτύλου και το ξεδίπλωσε προς τα κάτω καλύπτοντας το έτσι ολόκληρο, ακριβώς όπως έδειχναν και οι εικόνες με τους φαλούς πίσω της.


Εκείνη τότε πέρασε μπροστά απ' τους ιθαγενείς ώστε να δουν όλοι το μεσαίο της δάκτυλο ντυμένο με αυτό το πράμα. Ένας άλλος Ινδιάνος εξήγησε στην γλώσσα τους πως με αυτόν τον τρόπο οι άντρες θα μπορούσαν να κάνουν έρωτα με τις γυναίκες τους χωρίς να κάνουν παιδιά.

Ο Αζματεουκάν δυσκολευόταν να καταλάβει γιατί κάποιος δεν θα 'θελε να κάνει παιδιά μα θα δοκίμαζε αυτή τη νέα γητεία. Έτσι κι αλλιώς είχε ήδη τρία αγόρια, δεν χρειάζονταν άλλα.

Γέμισε τις χούφτες του με τα φακελάκια της λευκής γυναίκας, άρπαξε την σύζυγό του, την πήγε στην καλύβα τους, φόρεσε το λαστιχένιο πραματάκι στο μεσαίο του δάκτυλο και της έκανε έρωτα.

Εννέα μήνες αργότερα ο Αζματεουκάν απέκτησε την πρώτη του κορούλα.



Διόδια Σχηματαρίου, Αττική, Ελλάδα, Καθαρά Δευτέρα του '12.

Ο κος Γεωργίου και η οικογένειά του περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους στα διόδια κλεισμένοι μέσα στο λαδί Ibiza να πληρώσουν το αντίτιμο. Προορισμός τους το χωριό όπου θα γιόρταζαν τα κούλουμα.

Το ράδιο έπαιζε Στανίση. Ο κος Γεωργίου προσπαθούσε εκνευρισμένος να πιάσει Σπορεφέμ να ακούσει για το στοίχημα ενώ η σύζυγός του είχε βουτήξει τη μούρη της στο τάπερ με τον ταραμά. Ο μικρός είχε βγάλει το κεφαλάκι του έξω απ' το παράθυρο προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα διότι η γιαγιά δίπλα του δεν είχε σταματήσει να κλάνει από την Βαρυμπόμπη.


Το λαδί Ibiza κύλησε ως τον κισέ. Εκεί τους συστήθηκε μια λευκή γυναίκα: "Καλημέρα σας, είμαστε απ' τον ΣΚΑΪ 100,3 και στα πλαίσια της καμπάνιας "Καθαρή Ελλάδα" θα θέλαμε να σας δώσουμε αυτή την πλαστική σακούλα σκουπιδιών!" Ο κος Γεωργίου πήρε την σακούλα, την περιεργάστηκε και ρώτησε αθώα τη λευκή γυναίκα:

-Τι πρέπει να κάνω με αυτή την σακούλα;

-Μόλις τελειώσετε με το πικ νικ σας μπορείτε να γεμίσετε αυτή την σακούλα με τα σκουπίδια σας διαχωρίζοντας πρώτα τις ανακυκλώσιμες συσκευασίες.

-Καλά, ευχαριστώ...

Ο κος Γεωργίου έχωσε την σακούλα στο ντουλαπάκι, πήρε την απόδειξη απ' την ταμεία των διοδίων, έβαλε πρώτη και συνέχισε το ταξίδι του.


Εννέα μήνες αργότερα ψαχούλευε μέσα στο ντουλαπάκι να βρει το δίπλωμά του.

Το βρήκε μετά από πέντε λεπτά, οκτώ αγίους και τέσσερις οσίους.

Το βρήκε κάτω απ' την πλαστική σακούλα σκουπιδιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου